Το «Κοσμικό ανατομείο» είναι πρώτα από όλα ένα θεατρικό-εικαστικό χάπενινγκ του Γρηγόρη Σεμιτέκολο, με τις υπερμεγέθεις, λευκές, γυμνές κούκλες του. Τα χέρια ελαφρά τεντωμένα, το στόμα μισάνοιχτο, μια κραυγή μοιάζει να έχει παγώσει στα χείλη τους. Ο Σεμιτέκολο, με στολή χειρουργού, τεμαχίζει τις κούκλες, ενώ κραυγάζει σπαρακτικά. Αλλά ο Σεμιτέκολο είναι και ζωγράφος, με την κλασσική έννοια, που απεικονίζει επίπεδα τοπία, με γαιώδη χρώματα, ορίζοντες και πεδία σαν η ζωή να χάθηκε και να επικράτησε ένας κόσμος ορυκτός.
Ο Βαφέας κοιτάζει τους πίνακες με το φακό του, η φωνή του συνομιλεί με τον Σεμιτέκολο, υποβλητική μορφή, με το γυμνό κρανίο, τα μαύρα κατσαρά μακριά μαλλιά και γένια. Τον παρακινεί, και τον παρακολουθεί, να ταξιδεύει στη Σάμο, στο Καρλόβασι για μια «παράσταση». Το παραξένισμα εντείνεται, ενώ οι εικόνες είναι αυστηρά πραγματικές.
Ένα ανοικτό φορτηγάκι, με τα αγάλματα δεμένα όρθια κινείται στους δρόμους, μπαίνει στο φέρι-μπόουτ, ενώ ο Γρηγόρης ακολουθεί με μια κούκλα αγκαλιά. Το πλοίο, η θάλασσα, το λιμάνι, οι πρώτοι Σαμιώτες. Ο Γρηγόρης εκπέμπει από τη μορφή, την ατάραχη συμπεριφορά, τα λόγια του, ένα συντελεστή «αλλότριο», μια απόκλιση που παραξενίζει όσους τον συναντούν. Είναι χιούμορ και ποίηση, αλάτι πάνω στην ουδετερότητα του πραγματικού.
Ο σκηνοθέτης προκαλεί αυτή τη συνάντηση τους σπινθήρες, την αλληλεπίδραση του σοφιστικέ καλλιτέχνη και των αθώων αφελών αμόρφωτων και χοντροκομμένων νησιωτών. Ψαράδες, γυναικούλες, γκαρσόνια λένε τα δικά τους, ενώ ο Σεμιτέκολο διαλέγει εκείνους που θα του παρασταθούν στην παράσταση. Ο Βαφέας καταγράφει, βέβαια και τις αντιδράσεις τους, ενώ παρακολουθούν τα στόματά τους που ανοίγουν, τα «έκθαμβα» βλέμματα, τα σαγόνια που κρεμούν, μπροστά στο απίθανο γι’ αυτούς θέαμα.
Όμως, όλα αυτά θα ήταν αρκετά περιορισμένα, αν δεν υπήρχε η εργασία του σκηνοθέτη στη σύνθεση αυτού του υλικού, μέσα στον πλασματικό και απόλυτο κόσμο του κινηματογράφου. Ο Βαφέας βλέπει μια πανέμορφη κοπέλα (Νεφέλη Ανθοπούλου-τη μόνη ηθοποιό) με διάφορες μορφές να παροτρύνει, να οδηγεί, να συμπαρίσταται στο Σεμιτέκολο. Ύστερα, μοντάρει ελεύθερα μέσα στο χρόνο, πλάθοντας ένα νέο σύμπαν, χρονικό-ρυθμικό και οπτικο-εικαστικό, με εικόνες που προεκετείνουν τους πίνακες, τα χρώματα του ζωγράφου και που πλάθουν νέες υπερρεαλιστικές σχέσεις με τις κούκλες, το τοπίο και τους ανθρώπους. Η δική του κινηματογραφική αισθητική είναι εξαίρετη, έτσι όπως συνδυάζεται με διάφορες μουσικές και σιωπές (δημιουργικό το μοντάζ του Χρήστου Βούπουρα όπως και η φωτογραφία του Κωστή Γκίκα). Τελικά ένα πολύ ζωντανό και μαζί στιλιζαρισμένο φιλμ-δοκίμιο.
Καθημερινή
Γιάννης Μπακογιαννόπουλος
Και ένα πρωτότυπο ποιητικό δοκίμιο!
Το «Κοσμικό ανατομείο» του Βασίλη Βαφέα