Πρωτότυπη, μα εντελώς άνιση σάτιρα της showbiz και της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, πολλές ιδέες της οποίας υλοποιούνται με πρόχειρο κινηματογραφικό τρόπο.
Η καλοδεχούμενη επιστροφή του Βασίλη Βαφέα πίσω από την κάμερα ύστερα από πολύ καιρό (το «Κάθε Σάββατο» του 1999 διαδέχτηκαν οι «Γυναικείες Συνωμοσίες» του 2008 ) μας θυμίζει πως ο σκηνοθέτης του «Ρεπό» και του «Έρωτα του Οδυσσέα» διαθέτει ακόμη κινηματογραφικές ιδέες. Ένας Βαλκάνιος Ζακ Τατί με χαμηλότονο χιούμορ και πίστη στα οπτικά γκαγκ, παραμένει οξυδερκής παρατηρητής της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, στην αόρατη ρουτίνα της οποίας ανακαλύπτει κρυμμένη ποίηση, σιωπηλά δράματα και πολλά αστεία ενσταντανέ. Ίσως όχι με την κομψότητα και την ευστοχία του παρελθόντος, αλλά με επιμονή σε σταθερές θεματικές κι ένα προσωπικό διηγηματικό ύφος που κάνει τις ταινίες του να κινούνται ανάμεσα στο χώρο της κομεντί, της σάτιρας κι ενός sui generis ονειρικού ρεαλισμού.
Όπως η «Κόκκινη Μαργαρίτα» και το «Κάθε Σάββατο», το «Ρισάλτο» εξελίσσεται επίσης στο χώρο της ελληνικής showbiz, στον οποίο ο ιδεαλιστής Άρης αγωνίζεται να επιβιώσει. Νεαρός σκηνοθέτης που κάνει πρόβες για το ανέβασμα ενός θεατρικού έργου, προσπαθεί να βρει ισορροπία ανάμεσα στην επαγγελματική, την προσωπική και την οικογενειακή ζωή. Μέχρι που στη χώρα εφαρμόζεται στρατιωτικός νόμος και ο ίδιος παρασύρεται σε έναν καφκικό εφιάλτη, όπου καθεστωτικοί, αντιστασιακοί, εχθροί και φίλοι αλλάζουν απροειδοποίητα ρόλους.
Ο Βαφέας δεν πριμοδοτεί το στοιχείο του μυστηρίου, αλλά αυτό του «καθημερινού παραλόγου» (το ασπρόμαυρο μοιάζει αμήχανη επιλογή ), πιστός σε έναν κωμικό ρεαλισμό με νότες φαντασίας. Υπάρχουν στιγμές και χαρακτήρες, όπως ο πατέρας του ήρωα, που τον υπηρετούν, οι αφηγηματικοί ρυθμοί όμως είναι πλαδαροί και οι περισσότερες ιδέες υλοποιούνται με πρόχειρο κινηματογραφικό τρόπο (το μουσικό καφενείο, το απλοϊκό φινάλε… ), πολύ πιο ενδιαφέρουσες στο χαρτί παρά ως αλληγορικά πληθωρικό, μα άνισο τελικό αποτέλεσμα.