«Ρισάλτο» στο ποιοτικό σινεμά
Ο Βασίλης Βαφέας (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου, 1944) με αυτή την ένατη μεγάλου μήκους ταινία του (και με πέντε μικρές στην εργογραφία του) επανέρχεται δριμύτερος, επιχειρώντας την τολμηρή του έφοδο στη ζοφερή ασπρόμαυρη πραγματικότητα που μας περιβάλλει.
Είναι ένα ρισάλτο που πραγματοποιείται κάτω από τις πιο αντίξοες - ως εκ της φύσεώς του, άλλωστε - συνθήκες, περισσότερο αφαιρετικό και σουρεαλιστικό από προηγούμενα εγχειρήματά του, μα όπως πάντα γερά γειωμένο σε καταστάσεις γνώριμες.
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης είχε χαρακτηρίσει το «Ρεπό» (1982), τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Βασίλη Βαφέα, ως «μια κωμωδία της καθημερινότητας, σύμφωνα με τα πρότυπα του Ζακ Τατί, [...] πάρα πολύ τίμια και πάρα πολύ καθαρή», καταλήγοντας πως «παραμένει μια επιτυχία για τον ελληνικό κινηματογράφο».
Με το πέρασμα του χρόνου, ο Βαφέας, αφήνοντας πίσω του τον Τατί, καταδύεται σιγά σιγά σε έναν αφιλόξενο, απρόσωπο, καταπιεστικό κόσμο, μέσα από ατομικούς και κοινωνικούς, καφκικούς λαβυρίνθους.
Και τότε και σήμερα, όμως, ο σκηνοθέτης θα διατηρήσει την προσωπική ευαίσθητη ματιά του στα θέματα που τον απασχολούν σταθερά («Ο έρωτας του Οδυσσέα», 1984, «120 Ντεσιμπέλ», 1987, «Γυναικείες Συνωμοσίες», 2007): Το άτομο και η στάση του, οι ευθύνες του, η δουλεία της εργασίας και η ανεργία, οι οικογενειακές σχέσεις, η φιλία και ο έρωτας. Και πάντα παρούσα η καλλιτεχνική δημιουργία, εκφρασμένη με το ίδιο πάντα καταλυτικό, πικρό πολλές φορές χιούμορ που τον διακρίνει. «Το σωσίβιό μου για τις δύσκολες ώρες», όπως σημειώνει ο ίδιος.
Στο «Ρισάλτο», ο Αρης, ο σκηνοθέτης ήρωας, βρίσκεται να σκηνοθετεί έναν «αόρατο» - συμβολικά φιμωμένο - θίασο και να σκηνοθετείται ταυτόχρονα από έναν άλλο θίασο μαριονετών, ενός δικτατορικού τύπου καθεστώτος (θα το θέλαμε περισσότερο καφκικό και λιγότερο ένστολο, οι δικτατορίες διαθέτουν «πλούσια» γκαρνταρόμπα!) που διευθύνει την κοινωνία, καταδυναστεύει τους πάντες, εφαρμόζει δοκιμασμένες μεθόδους «θεραπείας και αναμόρφωσης», διαβρώνει χαρακτήρες και απαιτεί από τον ίδιον να συνθηκολογήσει.
«Προέρχομαι από μια χαμηλή μεσαία τάξη... Πριν ήταν όλα εντάξει. Τώρα δεν είναι πια...», ακούμε τον ηθοποιό φίλο του στην αρχή της ταινίας, σε μια οντισιόν με τρεις σκοτεινούς εκπροσώπους του κεφαλαίου, προκειμένου να βρει χρηματοδότες. Είναι - όπως πληροφορούμαστε στους τίτλους - ένα απόσπασμα από το θεατρικό Μαχαίρια (μια μαύρη κωμωδία του 1978) του ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτη και ηθοποιού Τζων Κασσαβέτη (1929 - 1989), λάτρης του οποίου «δηλώνει» ο Βαφέας, έχοντας μάλιστα - με τη μακρά θητεία του και στο θέατρο - ανεβάσει τρία θεατρικά αυτής της σπουδαίας μορφής του ανεξάρτητου πρωτοποριακού κινηματογράφου.
Και σε λίγο, στον κόσμο του Αρη τίποτα δεν θα είναι εντάξει. Οπως και στον μικρόκοσμο της ταινίας. Ενα «πλήθος» ανθρώπων συνωστίζεται και κινείται, αναζητώντας ή χάνοντας την ταυτότητά του. Προοδευτικοί εργολάβοι με απλήρωτους εργάτες, καπάτσοι που κοιτάνε να επωφεληθούν από τις περιστάσεις, πρώην ιδεολόγοι καλλιτέχνες που τώρα γλείφουν και συνεργάζονται με την εξουσία για να τη βγάλουν καθαρή, μισοτρελαμένοι άνεργοι, γυναίκες έτοιμες να φιλήσουν κατουρημένες ποδιές για το καλό των παιδιών τους... Σε μια κοινωνία όπου σπανίζουν βασικά αγαθά, αλλά αφθονούν τα άλατα μπάνιου και το σανταλόξυλο!
Η περιπλάνηση του ήρωα από το ατομικό στο συλλογικό, από την τέχνη στη ζωή, από τους συγγενείς στους φίλους (αλλά και αντίστροφα) σε ένα λειτουργικό, αφαιρετικό σκηνικό (των Νίκου Πολίτη, Στέλιου Σιδηρουργού) που κάνει τα όρια των χώρων δυσδιάκριτα, γίνεται μέσα από ασύνδετες φαινομενικά διαδρομές, με οδηγό τον κεραυνοβόλο έρωτα της Καίτης. Διαδρομές που κάποιες φορές οδηγούν τον Αρη στο Πέραμα να κοιτάζει τα πλοία, πίνοντας με ναυτικούς και ναυτεργάτες... (Εκεί, ανάμεσα στους θαμώνες, θα δούμε και τον συγγραφέα - ποιητή Μήτσο Παπαχρήστο, του Πολυτεχνείου).
Η Καίτη είναι η μοιραία γυναίκα σε τούτο το ατμοσφαιρικά φωτογραφημένο (από τον Κωστή Γκίκα) νουάρ, που θα οδηγήσει τον Αρη - κρατώντας του το χέρι - από τον έρωτα στην παρανομία, θα τον ταξιδέψει από τον κλειστό χώρο του θεάτρου σε μια ανοιχτή υπαίθρια έκθεση, όπου ένα άλλο τεράστιο προστατευτικό χέρι - παραπέμποντας κατευθείαν στον νέο μεσαίωνα - συνθλίβει το άτομο εν τη γενέσει του. Η Καίτη είναι η μοιραία γυναίκα που θα «αφήσει» το χέρι του Αρη, αφού πριν του έχει δείξει πως μέρος της έκθεσης είναι κι ένα κομμάτι από τη δική του ζωή. (Η τέχνη, το θέατρο και η καλλιτεχνική δημιουργία, είναι από τα προσφιλή θέματα του σκηνοθέτη: «Κόκκινη Μαργαρίτα», 1990, «Κοσμικό Ανατομείο», 1993, «Κάθε Σάββατο», 1999).
Κι όλα αυτά, αφομοιωμένα και δοσμένα με τη θεατρική μεστότητα διαλόγων και σκηνών, χωρίς βαρύγδουπες κουβέντες, με ελάχιστα «περιττά» - κατά την άποψή μας πάντα - στοιχεία.
«Δεν συμφωνώ - θα πει ο Βαφέας - ότι τα παιδιά πρέπει να σαλτάρουν στα πλοία και να φεύγουν. Πιστεύω ότι η αλλαγή θα γίνει από αυτά τα παιδιά που θα μείνουν και όχι από αυτά που θα φύγουν. [...] Στις ταινίες μου πάντα το φινάλε είναι αυτό που απεύχομαι».
Αλλά ο Αρης πρέπει να διαλέξει: Σάλτο μορτάλε χωρίς προστατευτικό δίχτυ και χωρίς κάποια χέρια για να τον κρατήσουν; `Η ρεσάλτο στο πλοίο του «Κόσμου», παίζοντάς τα όλα για όλα; Αν χάσει το μόνο που χάνει είναι οι εφιάλτες του, αν κερδίσει κατακτάει το όνειρο.
Αλλωστε, όπως τιτλοφόρησε το 1961 το περίφημο ποίημά του ο Αλεν Γκίνσμπεργκ (1926 - 1997), «η ναυμαχία της Σαλαμίνας έγινε στο Πέραμα».
Η μουσική του Θάνου Μικρούτσικου (τρίτη συνεργασία, η μία στο θέατρο), ατμοσφαιρική, συνοδεύει διακριτικά και ευρηματικά (όπως στο μαρτύριο της σταγόνας) την περιπλάνηση των ηρώων, αφήνοντας χώρο στις σιωπές τους.
Ολοι οι ηθοποιοί, τέλος, υποδύονται άνετα τους ρόλους τους, στην καλύτερη ίσως δημιουργία του Βαφέα.