Για ευκολία λέμε: πάω να δω ένα φιλμ. Συχνά (στο ελληνικό σινεμά: πολύ συχνά) δε βλέπουμε παρά δυο-τρεις εικόνες που κολυμπούν στο κενό, διαφημίσεις και στερεότυπα, όμως δεν πειράζει, λέμε: είδα ένα φίλμ. Συνήθεια, μοιραία κυριαρχία του ένα.
Μερικές φορές (στε ελληνικό σινεμά: σπάνια) βλέπουμε ένα φίλμ στ’ αλήθεια, το Ρεπό για παράδειγμα. Τότε, θα έπρεπε να λέμε: είδα μερικά φίλμ ή, καλύτερα: είδα σινεμά.
Ένα σενάριο είναι, εκτός από μερικές δακτυλογραφημένες σελίδες και όλα τα ψυχοπαθολογικά βραχυκυκλώματα, τα μικροσκοπικά τελετουργικά που ζούμε καθημερινά και που αποτελούν την πρώτη ύλη, τους αυτοματισμούς του σινεμά. Ένα βλέμμα οφείλει να συναντήσει ένα αντικείμενο, είναι ένα σενάριο, μερικοί άνθρωποι οφείλουν να περιμένουν σε μια ουρά, είναι ένα άλλο σενάριο, μια φράση οφείλει να διωχθεί από μια άλλη και είναι φυσικό: κάθε σενάριο είναι η αφήγηση μιας καταδίωξης. Το Ρεπό είναι πολλές ταινίες και πολλά σενάρια: ένα κωμικό θρίλερ, μια ταινία καταδίωξης με εμπόδια και καθυστερήσεις, ένα ντοκυμαντέρ πάνω στην κατάσταση της Αθήνας...Όλα αυτά δεν είναι «επίπεδα ανάγνωσης», είναι πολλές ταινίες που βλέπονται συγχρόνως. Το Ρεπό δεν είναι μια ταινία και γι’ αυτό θα έπρεπε να το δούμε όπως μετακινούμε (νευρικά) το δάχτυλο πάνω στο τρανζίστορ για να συλλάβουμε κάποιους πειρατικούς σταθμούς. Το Ρεπό είναι λοιπόν μια πειρατική ταινία: ο Βαφέας είναι η βελόνα κι εμείς το τρανζίστορ.
Να ξεχάσεις το σενάριο είναι μια ήδη παλιά ιστορία, αυτή του μοντέρνου σινεμά. Όμως, το σενάριο δε μας ξεχνά, ούτε καν τον Βαφέα που το έχει ανάγκη, όπως ας πούμε, έχουμε ανάγκη από έναν αρνητικό πόλο, μια παγίδα προς αποφυγή, ένα ρεπό. Εξ ου και η κούρσα του ήρωα: τρέχει για ν’ αποφύγει το σενάριο.
Τι χάνεται από ένα είδος όταν εγκαταλείπει τις φιλοδοξίες του, αφήνοντας αντιμέτωπους, από τη μια μεριά κάποιο κοινό κι από την άλλη μερικούς ξεχωριστούς ηθοποιούς; Το σινεμά. Μιλάω για την ελληνική κωμωδία, μία από τις λιγότερες οπτικές κωμωδίες που υπάρχουν. Όλες της οι ιδέες βρίσκονται στο σενάριο, τους διαλόγους, τις καταστάσεις, τους ηθοποιούς, σχεδόν ποτέ στη σκηνοθεσία. Ίσως γι’ αυτό γελάμε περισσότερο με τα τρέιλερς και λιγότερι με τις ταινίες.
Στο Ρεπό το σινεμά είναι παρόν.Ίσως γιατί ο Βαφέας κατάφερε αυτό που μοιάζει να διαφεύγει μόνιμα από τις ελληνικές κωμωδίες: το πέρασμα από ένα πλάνο σ’ ένα άλλο, την επαναεισαγωγή της ασυνέχειας στην καρδιά του σινεμά. Αντί να ρίξει ένα ψυχρό και ηθικολογικό βλέμμα πάνω στη μηχανική των σωμάτων και την κωμωδία των επιφανειών, προτιμάει ένα βλέμμα διάστροφα ευαίσθητο σ’ ότι ανθρώπινο μένει παρόλα αυτά μέσα σε έναν παράλογο κόσμο. Σύνθεση αντί για ανάλυση. Η επιτυχία του Ρεπό έρχεται από το γεγονός ότι ο Βαφέας κάνει το χιούμορ να αναβλύζει από τα παράδοξα του ίδιου του πραγματικού, αρνούμενος να το αναδιπλώσει στα όρια μιας απλής «πλάκας». Τα όσα συμβαίνουν στο Ρεπό είναι λιγότερο καρικατούρες και περισσότερο ρεαλιστικές ανακατασκευές και είναι ακριβώς μέσα στο ρεαλισμό τους που φαντάζουν γελοίες. Ο χώρος που ο ήρωας διασχίζει (η Αθήνα του 1982) είναι ένας χώρος όπου υπάρχει ατελείωτο στικ από ιστορίες, αλλά κανένα ρεπό, κανένα ξέφωτο για να τις σκεφτείς, χιλιάδες γκαγκ που κυκλοφορούν ιλλιγγιωδώς, αλλά κανένα πάρκινγκ για να ξαποστάσουν. Το Ρεπό κατορθώνει να βρει αυτή την πολύτιμη ισορροπία ανάμεσα στην ακινησία και τη φρενίτιδα, όπως ας πούμε, ένας ακροβάτης που ξέρει πως για να φθάσει στην άκρη του νήματος χρειάζεται, πριν απ’ όλα, ένα ρυθμό.
Μπορούμε να αφηγηθούμε το Ρεπό όπως θα γράφαμε σε ένα ημερολόγιο. Όμως ο θεατής που θα έβλεπε έτσι την ταινία θα έφευγε απογοητευμένος. Δε θα έβρισκε τίποτα απ’ όσα τον προτρέπουν να μιλήσει μόλις τα φώτα ανάψουν. Ούτε κοινωνιολογία της σύχρονης Ελλάδας, ούτε προσωπικό δράμα, ούτε προσωπική κωμωδία. Σε αντίθεση, θα συναντούσε έναν ασθματικό ρυθμό (τη μοναδική δυνατή ισορροπία σ’ ένα φιλμ πάνω στην Αθήνα), μια αφήγηση γεμάτη τρύπες (όπως κάθε αθηναϊκό δρομολόγιο), ένα φλου που κερδίζει όλο το φιλμ. Μεγάλος κίνδυνος σε μια εποχή όπου δεν αγαπάμε τις ταινίες παρά για την σοβαρότητα με την οποία «πραγματεύονται» το σενάριό τους (ξεχνώντας ότι μια αληθινή ταινία δεν «πραγματεύεται» ποτέ τις ιστορίες της, αυτά είναι για την τηλεόραση). Μεγάλος κίνδυνος για τον Βαφέα; Όχι. Το Ρεπό είναι πιο αστείο απ’ ότι φαίνεται. Όμως πρέπει να το πάρουμε όπως έρχεται: πλάνο με πλάνο, όπως οργανώνουμε μια έρευνα. Όχι σαν ένα φιλμ, αλλά σαν ένα νήμα (δηλαδή σαν ένα...φιλμ). Όχι σαν ένα «θέμα» (για τον Βαφέα το θέμα είναι οι ήρωες), αλλά σαν ένα παιδικό παιχνίδι: όπως στη σκηνή του παιδικού πάρτυ. Κανείς δε κινηματογράφησε ως τώρα στην Ελλάδα τα παιδιά ως ετερόκλητες συλλογές μικρών ανθρώπων (ούτε σαν μινιατούρες, ούτε σαν τέρατα, ούτε σαν ξένους). Τα παιδιά έχουν τα παιχνίδια τους, τα τικ τους, την αδιαφορία και το πείσμα τους (τη γελοιότητά τους επίσης). Αυτό που ονομάζουμε σκηνοθεσία μιας ταινίας αδειάζει απ’ όλο το στόμφο του από τη στιγμή που βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο ένας κινηματογραφιστής παίζει μ’αυτά τα παιχνίδια. Η σκηνοθεσία είναι ένα παιχνίδι με ένα μονάχα κανόνα: δε γυρνάμε ποτέ προς τα πίσω, ακολουθούμε το νήμα όπως μέσα σ’ ένα όνειρο (ή έναν εφιάλτη), προτιμάμε να ξεχνάμε, να αντιφάσκουμε, αλλά να συνεχίζουμε να παίζουμε. Η δεκαετία του ’70 πέρασε, «η υπέροχη και αναγκαία περιπέτεια του σινεμά της» τελείωσε και ο Βαφέας το ξέρει. Σκύβει λοιπόν πάνω σε ό,τι τον κάνει να υποφέρει και να σκέφτεται, το βρίσκει αστείο κι ενδιαφέρον (δίχως περισσότερα) και το κινηματογραφεί με μια φανερή απόλαυση. Αυτά, τη στιγμή που οι περισσότεροι έλληνες κινηματογραφιστές δεν κάνουν άλλο απ’ το να παραπονιούνται. Ένα ρεπό στην κοιλάδα των δακρύων του ελληνικού σινεμά;
ΟΘΟΝΗ
ΤΡΙΜΗΝΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΘΕΩΡΙΑΣ/ΚΡΙΤΙΚΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ 11
ΑΠΡΙΛΙΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 1983
Δημοσιογράφος: Γιώργος Τζιώτζιος
ΡΕΠΟ