Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Κόκκινη Μαργαρίτα - Γ. Μπακογιαννόπουλος

Ο «εξόριστος» από τις αίθουσες ελληνικός κινηματογράφος επιστρέφει με μια χαριτωμένη, ρεαλιστική, γλυκόπικρη κομεντί. «Η κόκκινη μαργαρίτα» επιβεβαιώνει την αξιόλογη παρουσία του Βασίλη Βαφέα. Είναι ένας διαπεραστικός παρατηρητής του κατακερματισμού, του παραλόγου, της αλλοτρίωσης που υφίσταται ο Νεοέλληνας και η νεοελληνική ζωή. Ο Βαφέας τώρα δικαιώνεται όλο και περισσότερο, αφού τα φαινόμενα της διάλυσης επιδεινώνονται και η αλλοτρίωση οδηγεί πια σε καταστάσεις και δράσεις αλληλο-και αυτοκαταστροφικές.

 

Ας μη γελιόμαστε. Ο Βαφέας απεικονίζει μια κόλαση (κόλαση είναι και εδώ η φαρμακευτική εταιρεία «Κόκκινη μαργαρίτα» απ’ όπου δραπετεύει ο ήρωας) και θα μπορούσε να μας βυθίσει άνετα σε κάοιο ζοφερό καφκικό δράμα. Όμως εκείνος, κοιτάζει αυτόν τον παράλογο κόσμο με λοξή ματιά και με κάποιαν απόσταση, δηλαδή με χιούμορ. Χωρίς υστερία, σχεδόν ψύχραιμα, θαρρείς αμέτοχα. Όμως όχι, γιατί ο ίδιος βρίσκεται καλά κρυμμένος μέσα στον ήρωα, που είναι κι αυτός διφυής, παρατηρητής και δράστης μαζί. Κατασκευάζει, τελικά, μιαν ιδιότυπη κωμωδία, χωρίς εκρήξεις και τεχνικές επιταχύνσεις, αλλά με ένα τέμπο θέασης, που γεννάει το χαμόγελο της αναγνώρισης και της συνείδησης.


Το αποτέλεσμα αυτού του τρόπου θα μπορούσε να είναι αδιάφορο (και αδιάφορο ίσως φαίνεται στον εθισμένο από τις μηχανιστικές αθροιστικές κωμωδίες). Η δύναμη που το στεριώνει, ξεκινάει από τον ρεαλισμό κι από το βίωμα. Το γύρισμα γίνεται πάντα στους φυσικούς χώρους του «εγκλήματος» και στην καρδιά των θεμάτων, στο εργοστάσιο και στην πόλη, στην ασφυξία των γραφείων και της μικροαστικής ζωής, στην καταστροφή της επικοινωνίας στις καθημερινές επαφές, στην αποδιαρθρωτική επιπολαιότητα της εκτέλεσης της δουλειάς, στη λαβυρινθώδη γραφειοκρατία, στην καταστροφή των αισθηματικών σχέσεων. Αλλά, όλα αυτά, μ’ένα μικρό παραμορφωτικό συντελεστή, μια δόση «τρέλας» στα υποκείμενα, που συντελεί στη χιουμοριστική διάσταση.


Ο παρατηρητής Βαφέας επιλέγει και συνθέτει «σκληρά», συγκεκριμένα στοιχεία, αυτά που είδε ή έζησε στο πετσί του, έχοντας περάσει ο ίδιος (ως ανήσυχος «ταξιδιώτης» της επαγγελματικής ζωής) μέσα από τους τόπους αυτούς κι έχοντας σημαντικό πλάτος και πλούτο βιωμάτων.


Ο ήρωάς του έχει τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου Ρωμιού. ( Ή μάλλον όχι, αποτελεί ένα σχετικά «θετικότερο» δείγμα, γιατί τώρα μας έχει πάρει η κάτω βόλτα). Είναι και ένοχος και αθώος. Ένοχος, γιατί συμμετέχει στις καταστροφικές λειτουργίες (εδώ στην κατασκευή ενός φαρμάκου για ντοπάρισμα) αλλά και γιατί αισθάνεται ένοχος, για τις σκέψεις του. Σύνδρομο νεοελληνικό, απότοκο της ενδόμυχης πονηριάς μας ή εστώ της συνείδησης του πειρασμού. Είναι, όμως, και αθώος, γιατί διατηρεί τις φυσικές παρορμήσεις του, την απόπειρα επικοινωνίας, το έναυσμα της επιθυμίας, την τάση φυγής από το αγχωτικό περιβάλλον, το βαθύ ανθρώπινο πάθος. Δηλαδή, τα πρωτογενή ένστικτα του έρωτα, της ελευθερίας και του παιχνιδιού. Έτσι, μπορεί να γίνεται «αντικείμενο» αναφοράς και συγχρόνως «υποκείμενο» που θέτει σε κίνηση την κριτική. Γι΄αυτό και βρίσκεται σε συνεχή ασταθή ισορροπία, «μέσα» και «έξω», προσπαθεί να επωφεληθεί και τελικά πάντα χάνει, νικημένος πιότερο από τις ανθρώπινες ιδιότητές του.


Και εδώ η συνάντηση με τον Κώστα Βουτσά είναι αληθινά πολύτιμη. Γιατί ο μεγάλος μας κωμικός φέρει ήδη, σε πολύτιμες «προσχώσεις» μέσα του, αυτές τις λεπτές συνθέσεις των αντιφατικών ελληνικών ιδιοτήτων του. Η τεράστια εμπειρία των τύπων που ερμήνευσε, τον οπλίζει με δυνατότητες κυριολεξίας και ακρίβειας στον ψυχισμό, στη στάση, στην εκφορά του λόγου, στην κίνηση, που πραγματώνουν και προεκτείνουν τη σύλληψη του σκηνοθέτη! Αρκεί να προσέξει κανείς την αέρινη, συνεχώς απειλούμενη, κινητική ισορροπία του βαριού του σώματος, και το μεράκι της ματιάς του, για να αισθανθεί την ουσιαστική συνεισφορά του στην προσωποποίηση του σημερινού Ρωμιού.


Και σε ευτυχή «συμπλοκή», ο άλλος πόλος απέναντι του που τον «ερεθίζει» είναι η Πέμυ Ζούνη, όχι πια ένα φανταστικό πλάσμα, όπως στον « Έρωτα του Οδυσσέα», αλλά ένα πρόσωπο με δράση, γοητευτικό θηλυκό που τον εκμεταλλεύεται αλλά και ηθοποιός που αναλώνεται στο άχαρο έργο να κρατήσει στα πόδια του ένα όραμα. Ένα Γκολντόνι σε φτωχό ΔΗΠΕΘΕ, ένα αραβούργημα στυλ σε μιζέρια και αδιαφορία νεοελληνικής επαρχίας. (Ακριβώς τα νέα βιώματά του ως σκηνοθέτη τέτοιου θιάσου πρόσθεσε στην ελληνική τοιχογραφία του ο Βαφέας).


Βέβαια, διακρίνει κανείς και τα κλασσικά προβλήματα του δημιουργού της ταινίας, κάποια σεναριακή χαλαρότητα, και έλλειψη δομικής δραματικής αιτιότητας, επαναλήψεις και διάρκειες, γκάγκ σχετικά βραδυφλεγή, ορισμένους ηθοποιούς ανεπαρκείς. Αλλά η αναζήτηση του αληθινού ευρήματος και όχι η εφαρμογή της συνταγής στην κωμωδία, έχει το τίμημά της. Πολύτιμη η παρουσία της Ράνιας Οικονομίδου, εύστοχο το στυλιζάρισμα του Αντώνη Κατσαρή, χυμώδης η λαϊκότητα της Χρύσας Ρώπα, θετικοί οι Δημήτρης Οικονόμου και Τζένη Καλύβα.

 

Πάμε Σινεμά;
Κριτική Κινηματογράφου: Γ. Μπακογιαννοπούλου

Κώστας Βουτσάς, αθώος, ένοχος και μερακλής Ρωμιός